- καταγέμω
- κοταγέμω (Α)γεμίζω πολύ από κάτι, είμαι κατάφορτος («τιτάνου καταγέμουσα», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γέμω «είμαι γεμάτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… … Dictionary of Greek
κατάγομος — κατάγομος, ον (Α) [καταγέμω] ο κατάφορτος, ο παραφορτωμένος («καταγόμων ὄντων τῶν πλοίων», Διόδ.) … Dictionary of Greek